ξηρόφορτον

English (LSJ)

τό, weight of a cargo of fruit after drying, OGI629.164 (Palmyra, ii A.D.).

Greek Monolingual

ξηρόφορτον, τὸ (Α)
φορτίο ξηρών καρπών, δηλ. δημητριακών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + φόρτος.