cargo
From LSJ
Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. and V. γόμος, ὁ, V. φόρτος, ὁ, ἐμπόλημα, τό, φόρημα, τό, Ar. and P. φορτίον, τό, P. τὰ ἀγώγιμα (Dem. 1290), ναῦλον, τό.
cargo boat: P. ναῦς στρογγύλη, ἡ, Ar. and P. ὁλκάς, ἡ.
Spanish > Greek
ἐνέργεια, ἀννούμερος, βασίαρξ, ἀρχήια, ἀσχολία, ἀποπλήρωσις, ἀρχή, ἔγκλημα, βανουαις, κατηγόρημα