ξυλάρμενος

Greek Monolingual

-η, -ο
(για πλοίο) αυτό του οποίου η προωστική διάταξη έπαυσε να λειτουργεί λόγω βλάβης ενώ βρισκόταν εν πλω.
επίρρ...
ξυλάρμενα
με μαζεμένα τα πανιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + άρμενο (πρβλ. τριάρμενος)].