τριάρμενος

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐάρμενος Medium diacritics: τριάρμενος Low diacritics: τριάρμενος Capitals: ΤΡΙΑΡΜΕΝΟΣ
Transliteration A: triármenos Transliteration B: triarmenos Transliteration C: triarmenos Beta Code: tria/rmenos

English (LSJ)

τριάρμενον, with three sails or with three masts, ὁλκάς Plu.Marc.14; πλοῖον Luc.Nav.14; ναύτης τῶν τ. Id.Pseudol.27, cf. Philostr.VA4.9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à trois voiles, à trois mâts.
Étymologie: τρεῖς, ἄρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριάρμενος -ον [τρι -, ἄρμενον] met drie zeilen; subst. ὁ τριάρμενος bemanningslid van een driemaster.

German (Pape)

mit drei Segeln, mit drei Masten, Luc. Pseudol. 27 und Plut.

Russian (Dvoretsky)

τριάρμενος: оснащенный тремя парусами, т. е. трехмачтовый (πλοῖον Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

τριάρμενος: -ον, ὁ ἔχων τρία ἄρμενα, τριάρμενα καὶ ἀνώλεθρα πλοῖα Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 14· ναύτῃ τινὶ τῶν τριαρμένων ἐντυχόντα ὁ αὐτ. ἐν Ψευδολογ. 27.

Greek Monolingual

-η, -ο / τριάρμενος, -ον, ΝΑ
(για ιστιοφόρο) αυτός που έχει τρία άρμενα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + ἄρμενον, ἄρμενα (πρβλ. εννεάρμενος)].

Greek Monotonic

τριάρμενος: -ον, αυτός που έχει τρία ιστία ή κατάρτια, σε Λουκ.

Middle Liddell

τρι-άρμενος, ον,
with three sails or masts, Luc.