ξυλογραφία

Greek Monolingual

η
1. η τέχνη της χάραξης πάνω σε επίπεδες ξύλινες επιφάνειες παραστάσεων σε ξύλο για εκτύπωση
2. έκτυπο ή εικόνα που χαράχθηκε σε ξύλο, ξυλογράφημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. xylographie (< ξύλο + -γραφία). Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στο περιοδικό Νέα Πανδώρα].