ξυλοδωνίη

English (LSJ)

(leg. ξυλοδομίητεκτοσύνη, ναυπήγησις, κωπηλασία, κυβέρνησις, Hsch.

Greek Monolingual

ξυλοδωνίη και δ. γρφ. ξυλοδομίη, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «τεκτοσύνη, ναυπήγησις, κωπηλασία, κυβέρνησις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + δέμω / δωμῶ].