ξυλολεπής
English (LSJ)
ξυλολεπές, with woody shell, καρπός Sch.Nic.Al.108.
German (Pape)
[Seite 281] ές, Holz abschälend, Schol. Nic. Al. 108.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠλολεπής: -ές, ὁ ἔχων ξύλινον, ξυλώδη φλοιόν, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 108.
Greek Monolingual
ξυλολεπής, -ές (Α)
αυτός που έχει ξύλινο κέλυφος, ξυλώδη φλοιό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -λεπής (< λέπω «ξεφλουδίζω»), πρβλ. δυσλεπής].