δυσλεπής
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
δυσλεπές, rough-husked, κάρυον Nic.Al.271.
Spanish (DGE)
-ές difícil de pelar κάρυον Nic.Al.271.
German (Pape)
[Seite 683] ές, schwer abzuschälen, κάρυον Nic. Al. 271.
Greek (Liddell-Scott)
δυσλεπής: -ές, δυσκόλως ἐκλεπιζόμενος, δυσκολοξεφλούδιστος, κάρυον Νίκ. Ἀλ. 271.
Greek Monolingual
δυσλεπής, -ές (Α)
αυτός που δύσκολα απολεπίζεται, που δύσκολα ξεφλουδίζεται.