ξυλοπώλης

English (LSJ)

ξυλοπώλου, ὁ, timbermerchant, IG22.1673.17, PLond.3.1177.186 (ii A.D.), Hsch. s.v. συρμιστήρ.

German (Pape)

[Seite 281] ὁ, Holzhändler (?).

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν ξύλα, Ἡσύχ. ἐν λέξ. συρμιστήρ.

Greek Monolingual

ξυλοπώλης, ὁ (Α)
πωλητής ξύλων, έμπορος ξυλείας.