ξυλοφανής

English (LSJ)

ξυλοφανές,
A showing wood: τὸ ξυλοφανὲς τοῦ κατασκευάσματος the exposed wooden structure, D.S.20.96.
II resembling wood, Archig. ap. Orib.8.2.2.

German (Pape)

[Seite 281] ές, wie Holz erscheinend, aussehend, D. Sic. 20, 96.

Russian (Dvoretsky)

ξῠλοφᾰνής: похожий на дерево Diod.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλοφᾰνής: -ές, ὁ φαινόμενος ὡς ξύλον, ὁμοιάζων πρὸς ξύλον, Διόδ. 20. 96.

Greek Monolingual

ξυλοφανής, -ές (Α)
1. αυτός που δείχνει, που εμφανίζει ξύλο ή που φαίνεται ξύλινος
2. αυτός που μοιάζει με ξύλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -φανής (< φαίνω), πρβλ. μόλυβδοφανής].