-εως, ἡ, carving, prob. in Supp.Epigr.4.270 (Panamara, i B.C.).
ξυλόξεσις, ἡ (Α)η χάραξη του ξύλου, η ξυλογλυπτική.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + ξέσις (< ξέω)].