ξυλογλυπτική

From LSJ

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531

Greek Monolingual

η
η καλλιτεχνική επεξεργασία του ξύλου για τη δημιουργία περίοπτων γλυπτών ή ανάγλυφων μορφών ή διακοσμητικών σχεδίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία].