Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ξυλόστρωτος
Greek Monolingual
-η, -ο 1. επενδεδυμένος με ξύλο 2.το ουδ. ως ουσ.το ξυλόστρωτο δάπεδο ή τοίχος επενδεδυμένος με ξύλο. [ΕΤΥΜΟΛ.<ξύλο+ -στρωτος (<στρώνω), πρβλ.λίθό-στρωτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα].