ξυλόφρακτος
English (LSJ)
ξυλόφρακτον, fenced with wood, ξυλόφρακτος γέφυρα = pons sublicius, D.H.3.55,5.24,9.68.
German (Pape)
[Seite 282] mit Holz eingehägt, befestigt, γέφυρα, D. Hal. 5, 24.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠλόφρακτος: -ον, πεφραγμένος διὰ ξύλων, ἔχων ξύλινον φραγμόν, ξ. ξέφυρα, ἡ ἐν Ρώμῃ γέφυρα pons sublicius, Διον. Ἁλ. 3. 55., 5. 24., 9. 68.
Greek Monolingual
ξυλόφρακτος, -ον (Α)
αυτός που έχει ξύλινο φραγμό, περιφραγμένος με ξύλο («ξυλόφρακτος γέφυρα», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -φρακτος (< φράσσω), πρβλ. ημίφρακτος].