ξυροθήκη

English (LSJ)

ἡ, v.l. for ξυροδόκη, Poll. 2.32.

Greek Monolingual

ξυροθήκη, ἡ (Α)
ξυροδόκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυρόν «ξυράφι» + θήκη.