ξυστάλλιον

English (LSJ)

τό, Dim. of ξῦστρον II,IG11(2).203B76(Delos, iii B.C.).

Greek Monolingual

ξυστάλλιον, τὸ (Α)
μικρό, λεπτό ξύστρο, μικρή ξύστρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. εκφραστικό υποκορ. του ξύστης.