ξυστήρας

Greek Monolingual

ο (Α ξυστήρ, -ῆρος)
εργαλείο που χρησιμοποιείται για ξύσιμο, ρίνη, λίμα, ή για το ξύσιμο τών μολυβιών, ξύστρα
αρχ.
1. είδος χειρουργικού μαχαιριού
2. στιλβωτικό εργαλείο
3. εργαλείο της γλυπτικής, σμίλη, γλύφανο
4. μέρος του εξωτερικού αφτιού
5. είδος κολλυρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξυσ- του ξύω (πρβλ. αόρ. -ξυσ-α) + επίθημα -τήρ (πρβλ. κλωστήρ)].