ξύρησις

English (LSJ)

-εως, ἡ, shaving, Asclep. ap. Gal.12.413, Plu.2.352c(pl.), Archig. ap. Aët.6.28, Alex.Aphr.Pr.2.36; baldness, LXX Is.22.12.

German (Pape)

[Seite 282] ἡ, das Scheeren, Abscheeren des Haares, Plut. de Is. et Os. 3.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de raser, de tondre.
Étymologie: ξυράω.

Russian (Dvoretsky)

ξύρησις: εως (ῠ) ἡ остригание или сбривание волос Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ξύρησις: ἡ, τὸ ξύρισμα, Πλούτ. 2. 359C, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 36.

Greek Monolingual

ξύρησις, ἡ (Α) ξυρώ
1. ξύρισμα, ξυράφισμα της κεφαλής
2. ξύρισμα ως μέσο εξευτελισμού, εξευτελισμός κάποιου με ξύρισμα («καὶ ἐκάλεσε κύριος... ἐν τῇ ἡμερᾳ ἐκείνῃ κλαυθμὸν... καὶ ξύρησιν καὶ ζῶσιν σάκκων», ΠΔ).