ξύρισμα

English (LSJ)

[ῠ], ατος, τό, shaving, βοστρύχων Tz.H.2.537.

Greek (Liddell-Scott)

ξύρισμα: τό, ὡς καὶ νῦν, Τζέτζ. Ἱστ. 2, 537.

Greek Monolingual

και ξούρισμα, το (Μ ξύρισμα) ξυρίζω
1. κόψιμο τών τριχών του σώματος, και ιδίως του προσώπου, με ξυράφι ώς το δέρμα
2. μτφ. ενόχληση κάποιου με άσκοπη φλυαρία
3. μτφ. φύσημα παγερού ανέμου, ιδίως βοριά.