Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ογκογράφος
Greek Monolingual
ο αυτόματη συσκευή με την οποία γίνεται η γραφική παράσταση του όγκου ενός σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oncograph (<όγκος [Ι] + -γραφος<γράφω)].