Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ὀγκύλον (Α)(κατά τον Ησύχ.) «σεμνόν, γαῡρον».[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄγκος (Ι) + επίθημα -ύλον (πρβλ. αγκύλον)].