Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
οδαίος
Greek Monolingual
ὁδαῖος, -α, -ον (ΑΜ οδός μσν. κατά τον Φώτ.) (για τον Ερμή) ενόδιος αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὁδαῖα το φορτίο που μεταφέρει ο έμπορος, εμπορεύματα ή, κατ' άλλους, εφόδια.