οδοκαθαριστής

Greek Monolingual

ο
υπάλληλος δήμου ή κοινότητας για τον καθαρισμό τών δρόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα 'Αστυ].