οδοντίας

Greek Monolingual

ὀδοντίας, o (Μ)
άτομο με πρόωρη οδοντοφυΐα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + κατάλ. -ίας (πρβλ. γεροντίας)].