Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ὀδοντοβολῶ, -έω (Μ)αποβάλλω τα δόντια μου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + -βολῶ (< -βόλος < βάλλω), πρβλ. φυλλοβολώ].