αποβάλλω

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source

Greek Monolingual

(AM ἀποβάλλω)
1. βγάζω, αφαιρώ από πάνω μου («αποβάλλω τα ενδύματα», «αποβάλλω το προσωπείο» — δείχνω ποιος είμαι πραγματικά)
2. αποπέμπω, απομακρύνω (φρ. νεοελλ. «τον απέβαλαν από το σχολείο, απεβλήθη της αιθούσης» κ.λπ.)
3. (για έγκυο γυναίκα) γεννώ πρόωρα, ατελές ή νεκρό
αρχ.
1. εκθέτω βρέφος
2. ρίχνω πέρα, παρατώ
3. χάνω
4. παραπέμπω
5. (για ζώα) χάνω το τρίχωμα, το δέρμα κ.λπ. και βγάζω νέο.