αποβάλλω

From LSJ

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source

Greek Monolingual

(AM ἀποβάλλω)
1. βγάζω, αφαιρώ από πάνω μου («αποβάλλω τα ενδύματα», «αποβάλλω το προσωπείο» — δείχνω ποιος είμαι πραγματικά)
2. αποπέμπω, απομακρύνω (φρ. νεοελλ. «τον απέβαλαν από το σχολείο, απεβλήθη της αιθούσης» κ.λπ.)
3. (για έγκυο γυναίκα) γεννώ πρόωρα, ατελές ή νεκρό
αρχ.
1. εκθέτω βρέφος
2. ρίχνω πέρα, παρατώ
3. χάνω
4. παραπέμπω
5. (για ζώα) χάνω το τρίχωμα, το δέρμα κ.λπ. και βγάζω νέο.