οδοντοκήτη

Greek Monolingual

τα
ζωολ. υπόταξη κητωδών θηλαστικών στην οποία ανήκουν μεταξύ άλλων η φάλαινα και το δελφίνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. odontoceti < ὀδούς, ὀδόντος + κῆτος.