οδοντοξέστης

Greek Monolingual

ο (Α ὀδοντοξέστης)
εργαλείο που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό τών δοντιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + -ξέστης (< ξέω «σκαλίζω, λειαίνω»), πρβλ. επιξέστης.