Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
οδοντοπρόφερτος
Greek Monolingual
-η, -ο οδοντικός, αυτός που προφέρεται με τη βοήθεια τών δοντιών («οδοντοπρόφερτα σύμφωνα»). [ΕΤΥΜΟΛ.<ὀδούς, ὀδόντος+προφέρω. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Ν. Δραγούμη].