οδοντικός
τὸ μὲν ἐστίχθαι εὐγενὲς κέκριται → being tattooed is esteemed a mark of nobility
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ὀδοντικός, -ή, -όν) οδούς
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα δόντια
νεοελλ.
φρ. α) «οδοντικά σύμφωνα»
γλωσσ. τα άφωνα σύμφωνα τ, δ, θ τα οποία αρθρώνονται με την επαφή του πρόσθιου μέρους της γλώσσας στα άκρα τών πρόσθιων δοντιών
β) «οδοντικά νεύρα»
ανατ. κλάδοι του άνω και του κάτω φατνιακού νεύρου
γ) «οδοντικά σωληνάρια» — λεπτοί πόροι της οδοντίνης ουσίας οι οποίοι αρχίζουν από την πολφική κοιλότητα και καταλήγουν στην περιφέρεια του δοντιού
δ) «οδοντικά φατνία»
ανατ. κοιλότητες τών φατνιακών αποφύσεων τών γνάθων που περιέχουν τις ρίζες τών δοντιών
ε) «οδοντική αναισθησία»
ιατρ. αναισθητοποίηση τών δοντιών και τών ιστών τους η οποία γίνεται κατά τις οδοντιατρικές επεμβάσεις
στ) «οδοντικές ανωμαλίες» — εκτροπές από το φυσιολογικό τών δοντιών, που σχετίζονται με τη θέση, τη μορφή και τον αριθμό τους
ζ) «οδοντική πλάκα»
ιατρ. βλεννώδης μάζα που σχηματίζεται στην επιφάνεια τών δοντιών και αποτελείται από ποικιλία μικροοργανισμών ευνοώντας τον σχηματισμό τρυγίας, τερηδόνας ή παροδοντοπάθειας
αρχ.
(κατά το λέξ. Σούδα) (σχετικά με εργαλείο) εξοπλισμένος με δόντια.