οδυνοσπάς

Greek Monolingual

ὀδυνοσπάς, -άδος, ὁ, ἡ (Α)
σπαραγμένος από τον πόνο, αφανισμένος («ὀδυνοσπάδος γέροντος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδύνη + συνδετικό φωνήεν -ο- + -σπας, -άδος (< σπῶ), πρβλ. κυνοσπάς, λυκο-σπάς].