ὀδυνοσπάς
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
ὀδυνοσπάδος, ὁ, ἡ, racked by pain, γέρων A.Fr.361.
German (Pape)
[Seite 295] άδος, ἡ, od. ὀδυνοσπαδής, ές, von Schmerzen gezogen, zerrissen, Aesch. frg. 381.
Russian (Dvoretsky)
ὀδῠνοσπάς: άδος (ᾰδ) adj. терзаемый болями, снедаемый муками (γέρων Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀδῠνοσπάς: -άδος, ὁ, ἡ, ὁ κατεσπαραγμένος ὑπὸ τοῦ πόνου, γέρων Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 363.
Greek Monolingual
ὀδυνοσπάς, -άδος, ὁ, ἡ (Α)
σπαραγμένος από τον πόνο, αφανισμένος («ὀδυνοσπάδος γέροντος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδύνη + συνδετικό φωνήεν -ο- + -σπας, -άδος (< σπῶ), πρβλ. κυνοσπάς, λυκο-σπάς].