το (ΑΜ οἰάκισμα) οιακίζω1. ο χειρισμός του οίακα2. μτφ. τρόπος διακυβέρνησης, καθοδήγησης («ἀκριβἐς οἰάκισμα πρὸς στάθμην βίου», Διογ. Λαέρ.).