οικοδομία

Greek Monolingual

οἰκοδομία, ἡ (Α) [[[οικοδόμος]] (Ι)]
1. οικοδόμηση («καὶ δήλη ἡ οἰκοδομία... ὅτι κατὰ σπουδὴν ἐγένετο», Θουκ.)
2. οικοδόμημα.