Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
οἰκόθετος, -ον (Α)εγγενής («οἰκόθετος δύναμις», Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -θετος (< θετός < τίθημι), πρβλ. αστρόθετος, σημόθετος].