οικόθετος

Greek Monolingual

οἰκόθετος, -ον (Α)
εγγενήςοἰκόθετος δύναμις», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -θετος (< θετός < τίθημι), πρβλ. αστρόθετος, σημόθετος].