εγγενής

From LSJ

μέγα βιβλίον ἴσον τῷ μεγάλῳ κακῷ → a big book is the same as a big bad | a big book is the same as a big pain | a big book is a big evil | big book, big bad

Source

Greek Monolingual

-ές (AM ἐγγενής, -ές)
1. εγχώριος, ντόπιος («ἐγγενὴς Θηβαῖος»)
2. (για ιδιότητες) σύμφυτος ή εκ γενετής (α. «εγγενής ανωμαλία» β. «εγγενείς δυσχέρειες» γ. «σφίσιν ἐγγενὲς ἔμεν ἀγαθοῖς» — γιατί από το φυσικό τους είναι γενναίοι)
αρχ.
1. συγγενής, από την ίδια γενιά
2. αυτός που αναφέρεται σε όλη την οικογένειαπόνος ἐγγενής», «τἀγγενῆ κακά»).