οἰνοβρεχής και οἰνοβραχής, -ές (Α)1. μεθυσμένος2. διαποτισμένος με κρασί («σεμίδαλις οἰνοβραχής», Κύριλλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -βρεχής (< βρέχομαι), πρβλ. διαβρεχής].