η (Α οἰνοποσία)πόση οίνουνεοελλ.κατάχρηση οινοπνευματωδών ποτών, υπέρμετρη χρήση οίνου.[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰνοπότης ή απευθείας < οἶνος + πόσις < πίνω)].