Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
οκνεύω
Greek Monolingual
οκνός (στον Ερωτόκρ.) (το ενεργ. και το μέσ.) είμαι ή γίνομαιτεμπέλης, κυριεύομαι από ραθυμία, τεμπελιάζω (α. «αν έχω την απομονή και να μη δεν οκνέψω, / σα σιγανέψουν οι καιροί, ολπίζω να ψαρέψω», Ερωτόκρ. β. «οκνεύεται και να περπατήσει»).