Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
και ορπίζω (Μ ὀλπίζω)
ελπίζω («θέλω να σε αφηγηθώ αφήγησιν μεγάλην... ολπίζω να σ' αρέση», Χρον. Μoρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ελπίζω (πρβλ. ερμηνεύω: ορμηνεύω)].