ὀκτάπορος, -ον (Μ)αυτός που έχει οκτώ πόρους, οκτώ περάσματα, οκτώ διαβάσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -πόρος (< πόρος «πέρασμα»), πρβλ. τετράπορος].