Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ολιγοεργής
Greek Monolingual
ὀλιγοεργής, -ές (Α) (για το σώμα) αυτός που έχει μικρή δύναμη («τὸ σῶμα ὀλιγοεργές ἐστι», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ.<ὀλιγ(ο)- (βλ. λ.λιγο-) + -εργής (<ἔργον), πρβλ. πολυεργής].