ὀλιγοεργής

From LSJ

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγοεργής Medium diacritics: ὀλιγοεργής Low diacritics: ολιγοεργής Capitals: ΟΛΙΓΟΕΡΓΗΣ
Transliteration A: oligoergḗs Transliteration B: oligoergēs Transliteration C: oligoergis Beta Code: o)ligoergh/s

English (LSJ)

ὀλιγοεργές, of little strength, σῶμα Hp.Loc.Hom.43.

German (Pape)

[Seite 320] ές, wenig vermögend, unkräftig, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγοεργής: -ές, ὁ ὀλίγην δύναμιν ἔχων, σῶμα Ἱππ. 422. 4.

Greek Monolingual

ὀλιγοεργής, -ές (Α)
(για το σώμα) αυτός που έχει μικρή δύναμη («τὸ σῶμα ὀλιγοεργές ἐστι», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -εργής (< ἔργον), πρβλ. πολυεργής].