ολιγόπιστος

Greek Monolingual

και λιγόπιστος, -η, -ο (ΑΜ ὀλιγόπιστος, -ον)
αυτός που έχει λίγη πίστη, αυτός του οποίου εύκολα κλονίζεται η πίστη
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει εμπιστοσύνη στους άλλους, δύσπιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + πιστός].