ολοκάθαρος
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ὁλοκάθαρος, -ον)
εντελώς καθαρός, κατακάθαρος, πεντακάθαρος
νεοελλ.
1. διαυγέστατος
2. σαφέστατος («ολοκάθαρο νόημα»)
3. τιμιότατος, αγνότατος.
-η, -ο (Μ ὁλοκάθαρος, -ον)
εντελώς καθαρός, κατακάθαρος, πεντακάθαρος
νεοελλ.
1. διαυγέστατος
2. σαφέστατος («ολοκάθαρο νόημα»)
3. τιμιότατος, αγνότατος.