κατακάθαρος

From LSJ

οὐ γὰρ γίνονται ἐκπλήξιες τῆς γνώμης οὔτε μετάστασις ἰσχυρὴ τοῦ σώματος → therefore, they experience no mental anxiety and no physical shocks

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
(επιτ. του καθαρός)
1. πολύ καθαρός («κατακάθαρα ρούχα»)
2. αίθριος, διαυγής (α. «κατακάθαρος ουρανός» β. «κατακάθαρο νερό»).