πεντακάθαρος

From LSJ

Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan

Menander, Monostichoi, 73

Greek Monolingual

-η, -ο
ο πολύ καθαρός, αυτός που δεν έχει την παραμικρή βρομιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. πεντα- + καθαρός.