πεντακάθαρος

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
ο πολύ καθαρός, αυτός που δεν έχει την παραμικρή βρομιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. πεντα- + καθαρός.