ολόκαυτος
Greek Monolingual
και ολόκαυστος, -η, -ο (Α ολόκαυτος και ολόκαυστος, -ον)
αυτός που κάηκε ολόκληρος, που αποτεφρώθηκε
αρχ.
αυτός που φλέγεται, που καίγεται.
επίρρ...
ὁλοκαύτως (Α)
με ολόκαυτο τρόπο, με τέλεια καύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + -καυτός / -καυστος (< καυτός / καυστός < καίω), πρβλ. ημί-καυτος / ημί-καυστος, νεό-καυτος / νεό-καυστος].