ομηγερής

Greek Monolingual

ὁμηγερής και δωρ. τ. ὁμαγερής, -ές (Α)
(επικ. τ.)
1. συναθροισμένος, συγκεντρωμένος («οἱ δ' ἕατ' εἰν ἀγορῇ... πάντες ὁμηγερέες», Ομ. Ιλ.)
2. φρ. «ὁμηγερὴς γίγνομαι» — συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -ηγερής (< θ. αγερ- του ἀγείρω «συναθροίζω, συγκεντρώνω»), με έκταση λόγω συνθέσεως και σιγμόληκτο σχηματισμό (πρβλ. νεφεληγερής)].