ὁμηγερής
θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις → if God willed it, you could sail even on a straw mat | God willing, you may voyage on a mat
English (LSJ)
ὁμηγερές, (ὁμός, ἀγείρω) assembled, ὁμηγερέεσσι.. θεοῖσι Il.15.84; ἤγερθεν ὁμηγερέες τ' ἐγένοντο = they were all assembled, 1.57, al.; cf. ὁμηγυρής.
German (Pape)
[Seite 330] ές, zusammengeschaart, versammelt; Hom. ὁμηγερέες τ' ἐγένοντο, sie hatten sich versammelt; ὁμηγερέεσσι δ' ἐπῆλθεν ἀθανάτοισι θεοῖσιν, Il. 15, 84; einzeln bei sp. D.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
rassemblé.
Étymologie: ὁμός, ἀγείρω.
Russian (Dvoretsky)
ὁμηγερής: собравшийся: ὁμηγερέες ἐγένοντο Hom. (ахейцы) собрались; ὁμηγερέεσσι ἐπῆλθεν θεοῖσιν Hom. (Гера) прибыла к собравшимся богам.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμηγερής: -ές, (ὁμός, ἀγείρω) συνηθροισμένος, ὁμηγερέεσι ... θεοῖσι Ἰλ. Ο. 84 ὁμηγερέες τ’ ἐγένοντο, ὁμοῦ κατὰ τὸ αὐτὸ ἐγένοντο, Α. 57.
English (Autenrieth)
ές (ὁμός, ἀγείρω): assembled together.
Greek Monolingual
ὁμηγερής και δωρ. τ. ὁμαγερής, -ές (Α)
(επικ. τ.)
1. συναθροισμένος, συγκεντρωμένος («οἱ δ' ἕατ' εἰν ἀγορῇ... πάντες ὁμηγερέες», Ομ. Ιλ.)
2. φρ. «ὁμηγερὴς γίγνομαι» — συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -ηγερής (< θ. αγερ- του ἀγείρω «συναθροίζω, συγκεντρώνω»), με έκταση λόγω συνθέσεως και σιγμόληκτο σχηματισμό (πρβλ. νεφεληγερής)].
Greek Monotonic
ὁμηγερής: -ές (ὁμός, ἐγείρω), συναθροισμένος, ὁμηγερέεσι θεοῖσι (Επικ. δοτ. πληθ.), σε Ομήρ. Ιλ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: assembled (Il., Pi.; v.l. -υρής)
Other forms: Dor. ὁμαγ-.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From ὁμοῦ and ἀγείρειν with formation of the 2. member after the ής- adj. (Schwyzer 513; not from an old noun *geros- with Solmsen Wortforsch. 16 as possible alternative; thus also ὁμήγυρις, Dor. ὁμάγ- f. meeting (Υ 142) after the simplex ἄγυρις (s. ἀγείρω) with contraction resp. comp. lengthening.
Middle Liddell
ὁμ-ηγερής, ές ὁμός, ἀγείρω
assembled, ὁμηγερέεσσι θεοῖσι (epic dat. pl.) Il.
Frisk Etymology German
ὁμηγερής: {homēgerḗs}
Forms: dor. ὁμαγ-
Meaning: versammelt (Il., Pi.; v.l. -υρής)
Etymology : von ὁμοῦ und ἀγείρειν mit Bildung des Hinterglieds nach den ήσ-Adj. (Schwyzer 513; nicht von einem alten Nomen *geros- mit Solmsen Wortforsch. 16 als denkbare Alternative ebenso ὁμήγυρις, dor. ὁμάγ- f. Versammlung (ep. poet. seit Υ 142) nach dem Simplex ἄγυρις (s. ἀγείρω) mit Kontraktion bzw. komp. Dehnung.
Page 2,385-386